- σειόμενος
- -η, -ο, Νβλ. σείω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σειόμενος — σείω shake fut part mid masc nom sg (epic) σείω shake pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείσειστος — η, ο και ος, ο ο διαρκώς σειόμενος, μετακινούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σείω η λ. πλάστηκε από τον Αλ. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek